- δικολάβος
- Πρόσωπο που ασκεί δικηγορικά καθήκοντα χωρίς να έχει τα νόμιμα προσόντα δικηγόρου. Βλ. λ. δικηγόρος· δίκη.
* * *ο (Μ δικολάβος)αυτός που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τής δίκηςνεοελλ.1. πρακτικός δικηγόρος (χωρίς δίπλωμα) που έχει δικαίωμα παραστάσεως σε κατώτερα δικαστήρια (ειρηνοδικείο, μονομελές πλημμελειοδικείο)2. στρεψόδικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -λαβος < (θ.) λαβ- τού αορ. έλαβον του λαμβάνω].
Dictionary of Greek. 2013.